- καταιτιώμαι
- (Α καταιτιῶμαι, -άομαι)κατηγορώ κάποιον υπερβολικά, νομίζω κάποιον πλήρως υπεύθυνοαρχ.φέρνω κάτι ως κατηγορία εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αἰτιῶμαι «κατηγορώ» (< αἰτία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταιτιῶμαι — καταιτιάομαι accuse pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) καταιτιάομαι accuse pres ind mp 1st sg καταιτιάομαι accuse pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) καταιτιάομαι accuse pres ind mp 1st sg καταιτιάομαι accuse pres subj mp 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek
ακαταιτίατος — ἀκαταιτίατος, ον (Α) [καταιτιῶμαι] εκείνος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο εντελώς αθώος … Dictionary of Greek
καταιτίασις — καταιτίασις, ἡ (Α) [καταιτιώμαι] η κατηγορία … Dictionary of Greek
καταιτιασμός — καταιτιασμός, ὁ (Α) [καταιτιώμαι] η κατηγορία … Dictionary of Greek
προκαταιτιώμαι — άομαι, Α αιτιώμαι, κατηγορώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταιτιῶμαι «κατηγορώ»] … Dictionary of Greek
συγκαταιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορούμαι μαζί με κάποιον, είμαι συγκατηγορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταιτιῶμαι «κατηγορώ»] … Dictionary of Greek